Αρχιτεκτονική
Ο οικισμός του Καστελλορίζου φέρει ακόμη και σήμερα στοιχεία των διάφορων ιστορικών του φάσεων κυρίως στην δημόσια αρχιτεκτονική του.
Το τζαμί, κατάλοιπο του οθωμανικού του παρελθόντος, αντικρίζει το δημαρχείο που μαζί με την δημοτική αγορά και τη καζάρμα είναι τα εναπομείναντα δείγματα του γνωστού αρχιτεκτονικού ρυθμού που χρησιμοποίησαν οι Ιταλοί στα Δωδεκάνησα και δεν έχουν σχέση με τα παραδοσιακά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά που αναπτύχθηκαν σταδιακά στο νησί.
Στην συνοικία των Χωραφιών, ο Αιγυπτιώτης Καστελλοριζιός Λουκάς Σαντραπές ανήγειρε στις αρχές του 20ου αιώνα το κτίριο του σχολείου ως πιστή απομίμηση, σε μικρογραφία, του νεοκλασικού κτιρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο ίδιος ευεργέτης ανήγειρε την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που έχει μια ξεχωριστή αρχιτεκτονική όψη εντός κι εκτός του ναού.
Στην οικιστική αρχιτεκτονική οι αλλαγές ξεκίνησαν ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα με την επικράτηση του ρεύματος του νεοκλασικισμού από την οθωμανική διοίκηση και από τον πλούσιο ελληνικό πληθυσμό του νησιού.
Εφαρμόστηκε τότε ένας τύπος εκλαϊκευμένου νεοκλασικισμού στην αρχιτεκτονική ανάμεικτος με τοπικά στοιχεία.
Τα σπίτια άρχισαν να χτίζονται στενομέτωπα με δύο ή τρεις ορόφους αμφιθεατρικά και κλιμακωτά πάνω από το λιμάνι και μέχρι τις ρίζες των κοντινών βουνών σε συνεχή δόμηση.
Γύρω τους ξεπρόβαλαν πλακόστρωτα δρομάκια και πλατείες που στρώνονται με άσπρα και μαύρα βότσαλα.
Τα κτήρια είναι λιθόκτιστα, με δίρριχτη στέγη που φέρει κεραμοσκεπή και αέτωμα.
Εξωτερικά φαντάζουν σχεδόν σαν σκηνικό, με την έντονη ομοιομορφία τους που προκύπτει από τον αριθμό και την διάταξη των ανοιγμάτων και τα υλικά από τα οποία είναι κατασκευασμένα.
Η τοπική πέτρα του Καστελλορίζου μαζί με υλικά που μετέφεραν οι καραβοκύρηδες από τα ταξίδια τους θα δώσουν στο νησί την ξεχωριστή εικόνα του.
Από την Αττάλεια και την Μασσαλία έφτασαν τα κεραμίδια και οι σιδεριές ενώ από την Μικρά Ασία το «κατράνι», είδος ξύλου με μεγάλη αντοχή που χρησιμοποιούνταν παντού στα σπίτια του νησιού στο εσωτερικό και το εξωτερικό τους.
Κάποιες διακοσμήσεις συμπληρώνουν την πρόσοψη των κτιρίων και τους χαρίζουν πολυτέλεια όπως οι γύψινες παραστάδες, τα φουρούσια, οι φεγγίτες, τα ξύλινα παραθυρόφυλλα, αρχικά χωρίς τζάμια, καθώς και οι πόρτες με τα σκαλιστά παρμακλίκια.
Το πρώτο επίπεδο του σπιτιού, η κάτω πατωσκιά ή κατώδι, που χωρίζεται από την θάλασσα με μια υπερυψωμένη, συνήθως τοξωτή πόρτα φιλοξενούσε τα καταστήματα και τους βοηθητικούς χώρους καθώς και την στέρνα όπου συλλεγόταν το βρόχινο νερό και ήταν ζωτικής σημασίας για το άνυδρο Καστελλόριζο.
Στην πάνω πατωσκιά, που έφτανε κανείς από μια εσωτερική, ξύλινη σκάλα, συγκεντρώνονταν οι χώροι διαμονής με σημαντικότερο το χειμωνιάτικο ή χειμωνικό, που στολιζόταν από δύο ή τρεις ένθετες σειρές ραφιών, περιμετρικά του δωματίου και περίτεχνο τζάκι.
Άλλο σημαντικό δωμάτιο του σπιτιού ήταν η σάλα που λειτουργούσε ως χώρος υποδοχής και είχε μεγάλα ανοίγματα που έβλεπαν στην θάλασσα.
Ένας αιώνας καταστροφών όμως, συμπεριλαμβανομένων σεισμών, βομβαρδισμών και γενικευμένης φωτιάς κατέστρεψαν πολλά σημαντικά δείγματα του αρχιτεκτονικού ύφους του νησιού και της χωροταξικής του οργάνωσης.
Οι γειτονιές του Κάστρου, του Κά(β)ου, του Μαντζα(β)ίνου που κοσμούνταν από τα καπετανόσπιτα σχεδόν ολοκληρωτικά καταστράφηκαν μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και στην θέση του ακμάζοντος οικισμού παραμένουν μέχρι και σήμερα πολλά χαλάσματα.