Μια μητρόπολη
Από τη Κρήτη φέρνανε το λάδι, το σαπούνι, από τη Κύπρο το τυρί, το αξέχαστο χαλούμι, από τη Ρόδο μπόλικα λαχανικά ωραία κι από την Κω τη ξακουστή καρπούζια ζαχαρένια. Ξέχασα της Ανατολής κείνα τα μπερικέτια (αφθονία αγαθών) τα έξοχα γαλατερά των δέντρων τους καρπούς, σύκα, καρύδια, ζύζυφα, μύγδαλα και κασβάσια, κι ένα αλησμόνητο βούτυρο με μελάθι φερμένο σε ασκούς.
Χριστίνα Ευστρατιάδου
Το Καστελλόριζο έχει την ατυχία να έχει ιδιαιτέρως άγονα και άνυδρα εδάφη με ελάχιστες δυνατότητες καλλιέργειας και το ευτύχημα να περιβάλλεται από μια πλούσια θάλασσα πάνω σε σημαντικούς ναυτικούς δρόμους και κοντά σε εμπορικά κέντρα.
Οι κάτοικοι του νησιού από νωρίς στράφηκαν στην θάλασσα για να επιβιώσουν είτε επιδιδόμενοι στην ναυτιλία και στο διαμετακομιστικό εμπορείο, είτε εκμεταλλευόμενοι τους φυσικούς πόρους στην αλιεία και την σπογγαλιεία.
Το δεύτερο τέταρτο του 19ου αιώνα ξεκινά ο χρυσός αιώνας του Καστελλόριζου η εποχή της μεγάλης του άνθηση ως κομμάτι ακόμη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η Υψηλή Πύλη παραχώρησε το 1835 στο νησί προνόμια που επέτρεψαν στους Καστελλοριζιούς να έχουν μιας μορφής εσωτερική αυτοδιοίκηση , μειωμένη φορολογία, απαλλαγή στράτευσης και ελεύθερη μετακίνηση στα εδάφη της αυτοκρατορίας.
Οι ναυτικοί του νησιού εκμεταλλεύτηκαν το τελευταίο στο έπακρο κατακλίζοντας τα λιμάνια της Μεσογείου.
Τα ιστιοφόρα τους που ναυπηγούνταν στους τοπικούς ταρσανάδες στο Μανδράκι ή αγοράζονταν έτοιμα από την Τεργέστη και την Γένουα έδεσαν στα μεγαλύτερα λιμάνια της εποχής ανταλλάζοντας τα αγροτικά προϊόντα της Ανατολής με βιομηχανικά προϊόντα της Δύσης.
Ο στόλος του νησιού έφτανε στην Αλεξάνδρεια, την Κύπρο, την Αττάλεια, της Σμύρνη, την Τύνιδα, την Κωνσταντινούπολη και άλλα φυσικά λιμάνια του Αιγαίου.
Τα μεγάλα ιστιοφόρα φόρτωναν ξυλεία από την γειτονική Ανατολή για να την μεταφέρουν στην Αίγυπτο και την Μασσαλία ενώ μικρότερες σκούνες, γολέτες, μπρατσιέρες, τρεχαντήρια και βάρκες φρόντιζαν για τον ανεφοδιασμό του νησιού ή εκτελούσαν μικρότερα δρομολόγια μέχρι την Κύπρο και την Συρία.
Άλλα κινούνταν ριψοκίνδυνα έως και την Μάγχη, με τους Γάλλους να τα ονομάζουν «Σαν ντραπό» Sans Drapeau , τα καράβια χωρίς σημαία.
Στις αρχες του 19ου αιώνα το νησί αριθμούσε 30 πλοία μέσης χωρητικότητας 120 τόνων με πλήρωμα 450 ατόμων ενώ το 1866 είχε φτάσει τα 80 πλοία και τους 640 δύτες, σφουγγαράδες και βοηθους.
Ο πληθυσμός του ακολούθησε μια αντίστοιχη ανοδική πορεία και από τους 2.500 κατοίκους το 1821 έφτασε στους περίπου 9.000-10.000 το 1911.
Οι Καστελλοριζιοί ανοίχτηκαν τότε στον κόσμο, το μικρό τους νησί έγινε ένα κέντρο πλούτου και ζωής, μια εμπορική μητρόπολη.
Νησιώτες έφταναν από τα γύρω μέρη για να βρουν εργασία στα καράβια ενώ οι ίδιοι οι Καστελλοριζιοί μετοικούσαν σε σημαντικούς εμπορικούς σταθμούς δημιουργώντας αποικίες.
Η γειτονική ακτή της Λυκίας θα γεμίσει από τα τέλη του 18ου αιώνα πόλεις σχεδόν αποκλειστικά κατοικημένες από Καστελλοριζιούς.
Το Καλαμάκι, η Αντίφελος, τα Μύρα, τα Κάκαβα, η Τρίστομη, ο Φοίνικας, η Μάκρη διευκόλυναν την μετακίνηση των προϊόντων από τα βάθη της Ανατολής στα καστελλοριζακά καράβια.
Καστελλοριακές κοιτίδες δημιουργούνται την περίοδο αυτή και στα βόρεια παράλια της Αφρικής.
Η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ θα φέρει πολλούς νησιώτες στην περιοχή και σιγά σιγά θα εδραιωθούν πέντε αδελφότητες στην Αλεξάνδρεια, το Κάιρο, το Πορτ-Σάιντ και το Σουέζ. Στην ακμή του το νησί δέχθηκε έναν αέρα κοσμοπολίτικο.
Που πάντα συνδιαλεγόμενος με την παράδοση αιώνων Δημιούργησαν ένα κράμα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Ήταν το σημείο που η Ανατολή συναντούσε την Δύση.